Ίσως είναι άδικο για τη νικήτρια του χτεσινού ημιτελικού, η οποία, όπως και να το κάνουμε, δεν έκλεψε την πρόκρισή της στον τελικό, αλλά θα προτιμήσουμε να αφιερώσουμε τη σημερινή ανάρτηση στην ηττημένη Ουρουγουάη. Αυτή τη μικρή χώρα της Νότιας Αμερικής, με τα μόλις 3,5 εκατομμύρια πληθυσμό, την πιο ευρωπαϊκή – μαζί με την «αδελφή» από άποψη σύνθεσης πληθυσμού και νοοτροπίας Αργεντινή – ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, μια χώρα με την οποία (από σύμπτωση;) μοιραζόμαστε το ίδιο εθνικό σύνθημα (Libertad o Muerte), η οποία έχει ως Πρόεδρο έναν πρώην Τουπαμάρο που πέρασε χρόνια στις φυλακές (Χοσέ Μούχικα), αλλά είναι φανατικός ποδοσφαιρόφιλος και φυσικά οπαδός της Σελέστε. Χώρα που είχε να επιδείξει (τουλάχιστον μέχρι να τη χτυπήσει η παγκόσμια οικονομική κρίση) ρυθμούς ανάπτυξης που πλησίαζαν το 10 %. Πρωτίστως, μια χώρα απόλυτα ποδοσφαιρική με μεγάλες στιγμές δόξας, έστω κι αν αυτές ανάγονται πια στο απώτερο παρελθόν της Ιστορίας του Ποδοσφαίρου (οι κατακτήσεις των ΠΚ του ’30 και του ’50).
Η τωρινή γενιά κατάφερε να ισοφαρίσει τουλάχιστον την τελευταία μεγάλη επιτυχία (την 4η θέση στο Μεξικό) μολονότι ξεκίνησε με τις πιο αντίξοες συνθήκες και προβλέψεις. Θυμίζουμε ότι η Ουρουγουάη τερμάτισε μόλις 5η στους προκριματικούς της Ν. Αμερικής και για να κερδίσει τη συμμετοχή της στο νοτιοαφρικανικό Μουντιάλ χρειάστηκε να δώσει αγώνες μπαράζ με την Κόστα Ρίκα, 4η στους προκριματικούς της ζώνης Βόρειας και Κεντρικής Αμερικής (1-0 στο Σαν Χοσέ, 1-1 στο Μοντεβιδέο). Χωρίς συνολικά το υλικό της να είναι εξαιρετικό ευτύχησε να διαθέτει: έναν εμπειρότατο και ικανό τεχνικό (Όσκαρ Ταμπάρες), μερικούς παίκτες μεγάλης κλάσης (Λουίς Σουάρες, Ντιέγκο Λουγκάνο και φυσικά τον ηγέτη της Ντιέγκο Φορλάν), αλλά και δέσιμο συνόλου, στο πλαίσιο του οποίου όλοι οι παίκτες προσπάθησαν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους, ομαδικότητα και πειθαρχία και, βέβαια, εξαιρετικό κλίμα στο εσωτερικό της. Κατορθώνοντας (αήττητη και δίχως να έχει δεχτεί γκολ) να εξασφαλίσει την πρώτη θέση στον όμιλό της, απέκτησε το δικαίωμα σε ένα βατό πρόγραμμα που φαινόταν να οδηγεί στα ημιτελικά. Το συμβόλαιο αυτό η Σελέστε το εκπλήρωσε, παρά τις δυσκολίες που συνάντησε στην πορεία. Ο ημιτελικός απέναντι στους Ολλανδούς ήταν κάτι διαφορετικό. Κουβαλώντας την κούραση της πρόκρισης στα πέναλτυ κατά της Γκάνας, έχοντας τιμωρημένους τον σέντερ φορ της Σουάρες και τον αριστερό της μπακ Φουσίλε, τραυματισμένο τον αρχηγό Λουγκάνο, αλλά και τον μέσο Λοντέιρο, η Ουρουγουάη δεν είχε αντικειμενικά πολλές ελπίδες κόντρα σε μια ομάδα με περισσότερους παίκτες αξίας. Παρ’ όλα αυτά, η αγωνιστικότητα και το πνεύμα αυταπάρνησης που διακρίνουν τους Τσαρρούας αποτελούσαν εγγύηση ότι οι Λατινοαμερικάνοι θα πάλευαν σκληρά ακόμα και για τις λιγοστές πιθανότητες πρόκρισης στον τελικό.
Ο Ταμπάρες προσπάθησε να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το υλικό που είχε στη διάθεσή του. Προτίμησε να κατεβάσει τους Καβάνι και Φορλάν ως επιθετικό δίδυμο, μολονότι γνώριζε ότι προωθώντας τον Φορλάν σε θέση φορ η ομάδα στερείται μεγάλο μέρος από τις επιτελικές υπηρεσίες που μπορεί να της προσφέρει. Ήξερε, όμως, ότι η άλλη εναλλακτική λύση (η χρησιμοποίηση του Αμπρέου από την αρχή του αγώνα) ενείχε τον κίνδυνο να αλλοιώσει τον τρόπο ανάπτυξης της ομάδας, καθώς η παρουσία του υψηλόσωμου φορ θα παρωθούσε τους συμπαίκτες του σε βαθιές, ψηλές μπαλιές και σέντρες που δύσκολα θα προβλημάτιζαν τους Ολλανδούς. Επαναφέροντας τον Άλβαρο Περέιρα στη βασική ενδεκάδα ως αριστερό χαφ και μεταφέροντας τον Πέρες σε θέση δεξιού μέσου, ο Ταμπάρες επιχείρησε να γεμίσει τα άκρα, τον χώρο δηλαδή που χρησιμοποιούν τα βασικά ατού της ολλανδικής ομάδας. Με το ίδιο σκεπτικό και αντί του τιμωρημένου Φουσίλε έβαλε αριστερό μπακ τον Μαρτίν Κάσερες, παίκτη αρκετά ταχύ και με τεχνικές αρετές, ο οποίος είχε χάσει τη θέση βασικού μετά την αποβολή του στο κρίσιμο τελευταίο ματς των προκριματικών κατά της Αργεντινής (0-1) και στον οποίο ανατέθηκε εν μέρει η αποστολή φύλαξης του Ρόμπεν. Όσον αφορά, τέλος, τους αμυντικούς χαφ, πλαισίωσε τον ακούραστο και ευφυή Αρέβαλο με τον Γκάργκανο, το μηχανάκι αυτό της Νάπολι, προκειμένου να μη χάνεται ούτε μισό μέτρο στον χώρο άμυνας/ ανάκτησης κατοχής της μπάλας.
Στο στρατόπεδο των Οράνιε, ο Φαν Μαρβέικ δεν άλλαξε τίποτε στο σύστημά του (4-2-3-1), παρά μόνο τα πρόσωπα που έπρεπε να αντικαταστήσει (λόγω τιμωριών και τραυματισμών). Δηλαδή επιστροφή του Ματέισεν στο κέντρο της άμυνας, αντικατάσταση του τιμωρημένου Φαν Ντερ Βιλ στο δεξί άκρο της άμυνας από τον Μπουλαρούζ και του, επίσης τιμωρημένου, δεύτερου αμυντικού χαφ Ντε Γιονκ από τον Ντε Ζέου. Το ατού των Οράνιε παρέμενε φυσικά η τριάδα των μεσοεπιθετικών (Σνάιντερ στο κέντρο και Ρόμπεν, Κέυτ στα άκρα). Ερωτηματικό; Το πώς θα ανταποκρινόταν μια άμυνα με νέα πρόσωπα, κατά μείζονα λόγο όταν η αμυντική λειτουργία της ομάδας δεν ήταν ακριβώς υποδειγματική στα προηγούμενα παιχνίδια.
Στο πρώτο τέταρτο του ημιτελικού του Κέηπ Τάουν τα σχέδια του Ταμπάρες φαίνεται να πετυχαίνουν. Η πίεση που ασκούν οι Ουρουγουανοί φαίνεται να έχει μπλοκάρει τους Οράνιε. Εντούτοις, το φαβορί θα ανοίξει το σκορ στο 18΄ και μάλιστα με σχετικά απροσδόκητο τρόπο: ένα φοβερό σουτ του Φαν Μπρόνκχορστ από σχεδόν 40 μέτρα, που θα καταλήξει στο παραθυράκι της εστίας του Μουσλέρα (1-0) [όσοι μιλήσαμε για προσβολή της αισθητικής αναφερόμενοι στην εικόνα της πανηγυρίζουσας Μέρκελ δεν είχαμε υπόψη μας την περίπτωση του Πρίγκιπα Γουλέλμου-Αλέξανδρου των Κάτω Χωρών και της πριγκιπικής συζύγου του – και κόρης του… Υπουργού Γεωργίας του Βιντέλα]. Πρέπει να περάσει το ημίωρο για να δούμε τη Σελέστε να ανασυντάσεται, να αποκτά τον έλεγχο του παιχνιδιού και να αρχίσει να επιδιώκει την ισοφάριση δημιουργώντας ουσιαστικούς κινδύνους (μια υποψία πέναλτυ στο 31΄, όταν ο Φαν Μπρόνκχορστ κατεβάζει τον Καβάνι ενώ περιμένουν σέντρα/ μια επέλαση του Καβάνι που δέχεται τη μπάλα μόνος προς το άκρο της ολλανδικής περιοχής, αλλά αργεί και κλείνεται στο 34΄). Τη λύση τη δίνει και πάλι η ιδοφυία του Φορλάν, ο οποίος, στο 41΄, αποφεύγει τον προσωπικό αντίπαλό του και σουτάρει εξαιρετικά πολύ έξω από την περιοχή. Ο Στεκέλενμπυρχ ίσα που αγγίζει τη μπάλα, αλλά δεν κατορθώνει να αλλάξει την πορεία της προς το βάθος της εστίας του (1-1).
Το α΄ ημίχρονο τελειώνει ισόπαλο και το β΄ ξεκινά με τον ίδιο τρόπο: η Ουρουγουάη μέχρι το 60΄ δείχνει να έχει μπλοκάρει την επιθετική ορμή των Ολλανδών και να απειλεί την όχι και τόσο σίγουρη άμυνά τους (ευκαιρία του 50΄ με τη διείσδυση του Καβάνι, όταν σώζει μπροστά στο τέρμα ο Φαν Μπρόνκχορστ). Μετά την ώρα παιχνιδιού τα πράγματα αλλάζουν: η Ολλανδία πιέζει όλο και περισσότερο, η Ουρουγουάη δείχνει σημάδια κούρασης. Στο 69΄ η ολλανδική υπεροχή φέρνει καρπούς: ο Σνάιντερ σουτάρει με φάλτσο στο ύψος της περιοχής, ενώ ο Φ. Πέρσι, από ελεγχόμενη θέση οφσάιντ, απασχολεί έναν αμυντικό, κλείνει το οπτικό πεδίο του Μουσλέρα και σχεδόν αγγίζει τη μπάλα που γλείφοντας το δικάρι καταλήγει στα δίχτυα της Σελέστε (2-1). Οι Ολλανδοί ξέρουν ότι έχουν την ευκαιρία να τελειώσουν το παιχνίδι και επιμένουν. Τρία λεπτά αργότερα σε σέντρα του Κέυτ ο Ρόμπεν με κεφαλιά κάνει το 3-1. Οι Τσαρρούας είναι πια απογοητευμένοι. Η είσοδος του Αμπρέου στο παιχνίδι δεν φαίνεται να αλλάζει την κατάσταση. Στο 85΄ ο Ταμπάρες αποσύρει τον Φορλάν. Η κίνηση μοιάζει με παραδοχή της ήττας (αν και σήμερα θα διαβάσουμε ότι ο Φορλάν αγωνίστηκε τραυματίας). Παρά τις αντιξοότητες, η Ουρουγουάη θα παλέψει για ό,τι καλύτερο μέχρι τέλους. Μόλις έχουμε μπει στις καθυστερήσεις και μέσα από την περιοχή, αλλά μαρκαρισμένος, ο Μάξι Περέιρα με ένα διαβολεμένα φαλτσαριστό σουτ μειώνει το σκορ (3-2). Στα 3΄-4΄ που θα παιχτούν ακόμη η Σελέστε θα κυνηγήσει την ισοφάριση, χωρίς επιτυχία. Ακόμη κι έτσι έχει κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού με την υπερπροσπάθεια που κατέβαλε. Sabremos cumplir. Πράγματι! [Ολλανδία-Ουρουγουάη 3-2 (1-1)].
Όσο για την Ολλανδία, πέτυχε τον στόχο της, έστω και με δυσκολίες και ετοιμάζεται να δώσει τον τρίτο τελικό της σε ΠΚ (και τον πρώτο στον οποίο δεν θα έχει να αντιμετωπίσει τη διοργανώτρια χώρα). Με μια ομάδα σαφώς κατώτερη της μεγάλης της δεκαετίας του ’70 ή και εκείνης της εποχής Φαν Μπάστεν, πέτυχε εκεί που προκάτοχοί της με μεγαλύτερο ταλέντο απέτυχαν. Εύσημα, συνεπώς, και στον Φαν Μαρβέικ που κατάφερε να οργανώσει σε πειθαρχημένο (για τα ολλανδικά δεδομένα εξυπακούεται) σύνολο τα εγώ των παιχτών του. Εύσημα και στα μεγάλα ονόματα της ομάδας που στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων (Ρόμπεν, Κέυτ, Σνάιντερ, Φαν Μπόμμελ και, ειδικά στο χτεσινό παιχνίδι, Φαν Μπρόνκχορστ).
Όχι άλλα ύποπτα κλισέ: Πέρα από την ομολογημένη συμπαθειά μου προς τις ομάδες της Λατινικής Αμερικής, η προνομιακή παρουσίαση της ηττημένης Ουρουγουάης οφείλεται και σ’ έναν άλλο συναφή λόγο. Το γεγονός ότι έχω πια κουραστεί με ορισμένα στερεότυπα που επιβιώνουν σε πείσμα της πραγματικότητας και ειδικά του μύθου για το «σκληρό και αντιαθλητικό» παιχνίδι των Λατινοαμερικάνων, σε αντίθεση με το φαιρ-πλέυ των Ευρωπαίων (Βόρειων και Δυτικών εννοείται). Από την προσεκτική παρατήρηση του σύγχρονου ποδοσφαίρου κατά τις τελευταίες δεκαετίες συνάγεται ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση στο θέμα αυτό μεταξύ Λατινοαμερικάνων και Ευρωπαίων ποδοσφαιριστών (που άλλωστε αγωνίζονται συνήθως στα ίδια, ευρωπαϊκά πρωταθλήματα). Τί είναι αυτό που κάνει τον μέσο Ευρωπαίο φίλαθλο να διαιωνίζει ένα μύθο (που βασίζεται στην επίκληση μεμονωμένων περιστατικών του παρελθόντος που η σημασία τους γιγαντώθηκε) και ξαφνικά να χαρακτηρίζει τους παίκτες που εξυμνεί όταν αγωνίζονται με τα χρώματα του συλλόγου του ως «δρεπανηφόρα άρματα», «σκοτώστρες» και «ζώα» όταν αυτοί φοράνε τη φανέλα της εθνικής τους; Στην πιο ευγενική εκδοχή, το στερεότυπο οφείλεται σε μια θεμελιώδη παρεξήγηση που εκφράζει μια αντιπαράθεση κουλτούρας και αντιλήψεων γύρω από τον αθλητισμό, το αγωνιστικό πνεύμα και τη διεκδίκηση της νίκης. Μια σύγκρουση πολιτισμών, έστω και κατά πολύ αμβλυμένη. Στην πιο σκοτεινή εκδοχή του, όμως, ο μύθος εδράζεται σε μια ρατσιστική (ενίοτε αποικιοκρατικού χαρακτήρα) νοοτροπία των Ευρωπαίων. Και μη νομίσετε ότι ο άξονας της αντιπαράθεσης Βορρά-Νότου λειτουργεί μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο. Υπάρχει και η ενδοευρωπαϊκή εκδοχή του, όπου τα θύματα των στερεοτύπων είναι βέβαια οι Μεσογειακοί (και κυρίως οι πιο αξιόμαχοι και διεκδικητικοί από αυτούς, δηλαδή οι Ιταλοί).
Η προκατάληψη εκδηλώθηκε «μεγαλειωδώς» με αφορμή το χέρι του Σουάρες στο τελευταίο λεπτό της παράτασης του παιχνιδιού με τη Γκάνα. Ο αγγλικός και ο γαλλικός τύπος είναι γεμάτοι με άρθρα δημοσιογράφων και επιστολές οργισμένων αναγνωστών που στηλιτεύουν την ενέργεια του Ουρουγουανού φορ και κοκκινίζουν τάχα μου με την «ελάχιστη» κατ’ αυτούς τιμωρία που του επιβλήθηκε. Κατά τη γνώμη μου και πάλι μίλησε ο λανθάνων ρατσισμός (όταν τα χέρια είναι ευρωπαϊκά ή έστω ανήκουν σε Λατινοαμερικάνο με υψηλή εμπορική αξία και αντίστοιχη επικοινωνιακή εικόνα, τότε είναι ευστροφία και ορθολογισμός, χέρι θεού ή jogo bonito). Σε αντίθετη περίπτωση… ΟΚ, να λυπηθούμε όλοι που αποκλείστηκε η Γκάνα (εδώ παίζει το ξεκάρφωμα/ αντιρατσιστική αντίδραση του Ευρωπαίου φιλάθλου). Πώς όμως να δεχτώ ότι ο Σουάρες και η Ουρουγουάη δεν τιμωρήθηκαν αρκετά; Ο παίχτης αποβλήθηκε, η ομάδα του στερήθηκε τη βοήθειά του και στον επόμενο κρισιμότατο αγώνα, ενώ η παράβαση τιμωρήθηκε και με πέναλτυ, άρα υψηλότατη πιθανότητα μετουσίωσης της ποινής σε τέρμα. Τί ζητάνε αυτοί που λένε ότι πρέπει να… αλλάξουν οι κανονισμοί; Να τιμωρείται όποιος υποπίπτει σε τέτοια παράβαση (που στο κάτω κάτω δεν έθεσε σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα κάποιου) με 200 αγωνιστικές; Ή να μετρά γκολ σε τέτοιες περιπτώσεις; Ποιός έχει αλήθεια παρανοήσει το πνεύμα του παιχνιδιού;
Άλλωστε το είδαμε και χτες. Ο μακράν αντιαθλητικότερος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε δεν ήταν φυσικά Ουρουγουανός, αλλά Ολλανδός. Ο συνήθης ύποπτος Φαν Μπόμμελ. Αυτός που όσο μεγάλο ποδοσφαιρικό ταλέντο και ευφυία διαθέτει, άλλο τόσο «βρόμικα» μέσα χρησιμοποιεί. Κλαδέματα, κατά κόρον χρήση φάουλ που δεν σφυρίζονται, λεκτικός εκφοβισμός αντιπάλων και διαιτητή. Και ταυτόχρονα είναι τόσο γοητευτικός που χαίρει απόλυτης ασυλίας. Στο 42΄ κλαδεύει τον Καβάνι που φεύγει μόνος του προς το τέρμα. Ουδεμία επιδίωξη να βρει μπάλα. Απόλυτη σκοπιμότητα στο φάουλ για να μη βρεθεί η ομάδα του σε δύσκολη θέση. Ούτε τιμωρία (καμία κίτρινη δεν βγήκε), ούτε ηθική κατακραυγή! Κάποια στιγμή προς το τέλος κλαδεύει άγαρμπα τον νεοεισελθόντα Σεμπαστιάν Φερνάντες. Και μόλις σηκώνεται τον αρχίζει στα μπινελίκια και στις χειρονομίες! Και πάλι καμία κίτρινη. Και σήμερα καμία αναφορά στον τύπο. Και δεν λέω να σταυρώσουμε τον κάθε Φαν Μπόμμελ. Απλά να μην κατευθύνουμε επιλεκτικά την «οργή» μας. Και… να εγκαταλείψουμε τις προκαταλήψεις μας, όσο αυτό είναι δυνατό.
Σε λίγη ώρα ξεκινά ο δεύτερος ημιτελικός. Η δυναμικότητα των ομάδων, η κατάστασή τους, η αξία του πλούσιο υλικού τους οδηγούν πάλι στο… κλισέ του πρόωρου τελικού. Αυτή τη φορά οι ισορροπίες έχουν αλλάξει σε σχέση με τον τελικού του Ευρωπαϊκού πριν από δύο χρόνια. Η Γερμανία έχει παίξει το πιο πειστικό, το πιο ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο στη διοργάνωση. Είναι πλήρης, γεμάτη ταλέντο, φορμαρισμένη, καλά προετοιμασμένη, με ικανό προπονητή. Το μόνο ουσιαστικό της πρόβλημα είναι η (πολύ σημαντική) απουσία του Μύλλερ (και… η «πρόβλεψη» του Πάουλ, του χταποδιού του ενυδρείου του Ομπερχάουζεν που τούτη τη φορά διάλεξε το κουτί με τα χρώματα της Ισπανίας). Η Ισπανία έχει δυσκολευτεί περισσότερο, δεν έχει πείσει και τόσο, αλλά έχει σπουδαίες μονάδες στο κέντρο και ταυτόχρονα τον πιο φορμαρισμένο επιθετικό. Το κλειδί ίσως είναι η άμυνά της: αν οι δύο ακραίοι (και κυρίως ο Ράμος) τα πάνε πολύ καλά και συμμετέχουν και στην επιθετική ανάπτυξη, το κεντρικό δίδυμο προκαλεί πολλές ανησυχίες. Ειδικά ο τόσο υπερτιμημένος και δυνάμει γκαφατζής Πουγιόλ. Αν η Ισπανία θέλει να αντέξει, οι κεντρικοί της αμυντικοί πρέπει να ανεβάσουν απόδοση. Ακόμη, η Ισπανία δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα να βγάλει από την ενδεκάδα έναν επιθετικό (ας πούμε τον ανασφαλή ντεφορμέ Τόρρες) για να χωρέσει ένα ακόμη προικισμένο παίχτη στο κέντρο (εν προκειμένω τον Φάμπρεγκας). Αν ο Βίγια μείνει μόνος στην επίθεση, χωρίς παρτενέρ που θα του ανοίγει χώρους, θα είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικός.
Η Γερμανία είναι το φαβορί. Όχι ακλόνητο όμως…
Edit κατόπιν εορτής: την παραπάνω φράση μου για τον Πουγιόλ την αφήνω ως μνημείο της απερισκεψίας μου. Εκτός κι αν ο Καταλανός σέντερ μπακ πληροφορήθηκε τί του έσυρα και σκίστηκε για να αποδείξει την αξία του (!!!). Προς το παρόν, όμως, απλώς γελάω με τον εαυτό μου. Ο νεαντερτάλειος της Μπάρσα έκρινε τον ημιτελικό.
Πρόσφατα σχόλια